σῑτοφύλαξ

σῑτοφύλαξ
σῑτο-φύλαξ, ακος, ὁ, Getreidewächter

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • PRYTANEUM — placet hîc adscribere Etymologici magni verba, quae sunt: Τόπος ἦν παῤ Α᾿θηναίοις, εν ῳ κοιναὶ σιτήσεις τοῖς δημοσίοις ἐυεργέταις ἐδίδοντο, ὅθεν καὶ Πρυτανεῖον ἐκαλεῖτο, ὁιονεὶ πυροταμεῖον. Πυρὸς γὰρ ὁ σῖτος: τουτέςτι τοῦ σίτου δημοσίου ταμεῖον.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • σιτοφυλακείον — τὸ, Α [σιτοφύλαξ, ακος] 1. (κατά το λεξ. Σούδα) σιταποθήκη 2. σιτοβολώνας …   Dictionary of Greek

  • σιτοφυλακώ — έω, Α [σιτοφύλαξ, ακος] είμαι σιτοφύλακας, φυλάγω τα σιτηρά …   Dictionary of Greek

  • σιτοφύλακας — ο / σιτοφύλαξ, ακος, ΝΑ αυτός που έχει ως επάγγελμά του τη φύλαξη τών σιταποθηκών αρχ. στον πληθ. οἱ σιτοφύλακες (κυρίως στην Αθήνα) κληρωτή αρχή την οποία αποτελούσαν αρχικά τρία και αργότερα πέντε πρόσωπα και η οποία είχε ως έργο την καταγραφή… …   Dictionary of Greek

  • φύλακας — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Κομοτηνής, του νομού Ροδόπης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θρυλορίου. * * * ο / φύλαξ ακος, ΝΜΑ αυτός που φυλάγει, που φρουρεί κάτι, που έχει τοποθετηθεί για να προστατεύει κάτι (α. «οι δύο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”